Social Media Icons

Λάκης Παπαστάθης, όταν η φωτογραφία κινείται

Απρ 4, 2025 0 comments

 


Περί Φωτογραφίας


"Όταν πρωτοβλέπεις μια παλιά φωτογραφία υπάρχει ένας νεκρός χρόνος αναμονής. Το βλέμμα αναζητά τη σχέση σου με την εικόνα. Ψάχνει. Τα πρώτα ερεθίσματα σε οδηγούν συνήθως στη συγκίνηση των προσώπων, των αντικειμένων, του φωτός, στην αναγνώριση του χώρου. Οι πολλές πληροφορίες που περιέχονται στην εικόνα ανασύρονται και συνθέτουν την πρώτη τους ταυτότητα. Την τοποθετούν στον χώρο και τον χρόνο.

Συνήθως, όμως, η συγκίνηση αργεί. Χρειάζεται πολύ προσάναμμα για να ανάψει. Και για να γίνει αυτό δεν πρέπει να ψάχνεις μόνο στην εικόνα αλλά και μέσα σου.

Σε σπάνιες περιπτώσεις η συγκίνηση είναι ακαριαία. Λες και το κλικ της «αποφασιστικής στιγμής» συνέλαβε τον παλμό της κίνησης. Αλλά και σ' αυτήν την περίπτωση η μακροχρόνια παρατήρηση βαθαίνει τη σχέση σου με την εικόνα και την κάνει πιο πλούσια.

Κοιτάζω τις παλιές φωτογραφίες όπως διαβάζω την ποίηση σ' ένα βιβλίο. Ξανά και ξανά. Πάντα κάτι καινούργιο μου αποκαλύπτεται. Στην αρχή νιώθω πως ό,τι υπάρχει μέσα στην εικόνα είναι σταθερό και ακίνητο και λάμπει σαν τις λέξεις της ποίησης. Σιγά-σιγά, όμως, ανακαλύπτω - σαν τον ήρωα του "Blow Up" του Αντονιόνι - πως κάπου είναι κρυμμένο ένα αόρατο κουβάρι που αν το σπρώξεις ελαφρά με το δείκτη της παλάμης σου, αρχίζει να κυλάει, ξετυλίγοντας το νήμα της αφήγησης και κάνει τα πρόσωπα ήρωες διηγημάτων ή ρόλους για το θέατρο και τον κινηματογράφο.

Όταν η εικόνα συναντιέται με τον λόγο, με το κείμενο, τότε κυριολεκτικά βουλιάζει από το βάρος της ζωής και γίνεται σύγχρονη, παρούσα σε ενεστώτα χρόνο, μιλάει για τις μέρες μας και τους ανθρώπους μας".





φωτ. Βαρώτας Κώστας





Λάκης Παπαστάθης





Φωτογραφίες στα παλιατζίδικα

"Από τα τέλη της δεκαετίας του '50 αλλά και μέσα στη Χούντα, η μεγάλη ανοικοδόμηση άλλαξε τη μορφή της Ελλάδας ξεκληρίζοντας σπίτια και οικογενειακές μνήμες. Μαζί με τα έπιπλα αξίας, τα βιβλία και τα παλιά αντικείμενα, γέμισε το Μοναστηράκι, από χιλιάδες, εκατομμύρια ίσως, φωτογραφίες. Ήταν η εποχή που οι περισσότεροι Έλληνες κοίταζαν μπροστά, ήθελαν να σβήσουν το παρελθόν.

 Οι συγκινητικές ιστορίες των προσφύγων της Μικράς Ασίας που έφυγαν από τον τόπο τους κρατώντας ως κόρην οφθαλμού τα οικογενειακά κειμήλια των προγόνων δεν συγκινούσαν με τον ίδιο τρόπο, μόλις σαράντα χρόνια μετά. Ακόμη και τις φωτογραφίες των πιο κοντινών ανθρώπων - παιδιά, γονείς, παππούδες κλπ - τις έπαιρνε ο παλιατζής που άδειαζε το χώρο των σπιτιών.

Σχεδόν ποτέ δεν είχαν σημαντική οικονομική αξία και φορτώνονταν στο φορτηγό ή τον αραμπά μαζί με τα συρτάρια των γραφείων, τις ντουλάπες και τα μπαούλα. Για είκοσι χρόνια (1960-1980) δεν υπήρξε ενδιαφέρον από συλλέκτες και επιστήμονες γι' αυτές τις φωτογραφίες. Έτσι, τόνοι ολόκληροι πολτοποιήθηκαν και έγιναν χαρτί. Τα τελευταία χρόνια ιστορικοί και κυρίως ανθρωπολόγοι, εκτίμησαν την πρόσφατη φωτογραφική μας παράδοση αξιοποιώντας τις πολύτιμες πληροφορίες και την αισθητική αυτών των εικόνων.

Ενώ τα καρτ ποστάλ είχαν πάντα την αξία τους και δημιουργήθηκαν μ' αυτά μεγάλες συλλογές από διάφορες θεματικές ενότητες όπως πόλεις, χωριά, αρχαιολογικοί χώροι, μεγάλοι δρόμοι, πλατείες, λιμάνια, γέφυρες αλλά και αυτοκίνητα, σιδηρόδρομοι, αραμπάδες, τροχοφόρα πάσης φύσεως κλπ., οι σχετικά πρόσφατες φωτογραφίες του μεσοπολέμου ήταν συλλεκτικό υλικό δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας. Το ενδιαφέρον των συλλεκτών μονοπωλούσαν πάντα οι «χοντροκάρτονες» φωτογραφίες του τέλους του 19ου αιώνα που ήταν σπάνιες και είχαν σημαντική αξία.

Η πρώτη μου επαφή με παλιές φωτογραφίες έγινε το 1972, όταν στο υπόγειο παλαιοπωλείο της οδού Νορμάνου στο Μοναστηράκι, αγόρασα ένα πακέτο με φωτογραφίες και καρτ ποστάλ ενός Ελληνοαμερικανού, που αποτέλεσε τη βάση για την ταινία μου "Γράμματα από την Αμερική".

Παρά το ότι αισθάνθηκα νωρίς τη συγκίνηση των φωτογραφιών αυτών, άργησα είκοσι πέντε χρόνια για να αρχίσω να τις μελετώ και να τις συλλέγω συστηματικά. 

Γνώρισα τους περισσότερους παλαιοπώλες και τους επισκεπτόμουν τακτικώτατα. Με τον καιρό αυτοί οι «αχθοφόροι των μελετητών», όπως τους χαρακτήριζε ο μέγας παλαιοβιβλιοπώλης Νότης Καραβίας, μου τηλεφωνούσαν όταν εύρισκαν καινούργιο υλικό για να το δω πρώτος, «ασύλλητο» όπως έλεγαν.

Έτσι, σιγά-σιγά δημιουργήθηκε η συλλογή μου, που αποτελείται από μερικές χιλιάδες φωτογραφίες, χωρίς ιδιαίτερο κόπο και ιδιαίτερο οικονομικό κόστος γιατί το υλικό ήταν άφθονο και φθηνό.

Όλες οι φωτογραφίες αγοράστηκαν από παλαιοπωλεία της Αθήνας, του Πειραιά, της θεσσαλονίκης, της Κωνσταντινούπολης, της Μυτιλήνης, της Κομοτηνής, της Δράμας αλλά και από πολλούς πλανόδιους παλιατζήδες κυρίως στο Μοναστηράκι.

Σχεδόν πουθενά δεν φαίνεται το όνομα του φωτογράφου ούτε ο τόπος που τραβήχτηκε η φωτογραφία. Σε όσες υπάρχει κείμενο πίσω από την εικόνα παραλήφθηκε το όνομα και το επίθετο, ενώ συχνά κρατήθηκε μέρος του κειμένου ή το πνεύμα του. Η χρονολόγηση των φωτογραφιών όπου υπάρχει γραμμένη, κρατήθηκε και αναφέρεται στο σχόλιο βοηθώντας πολύ στο να χρονολογηθούν, συγκρίνοντας και πολλές άλλες. Γενικά μπορώ να πω πως καμία φωτογραφία δεν είναι μετά το 1941 και οι παλαιότερες αρχίζουν από το 1917.

Τα τελευταία δέκα χρόνια αυτά τα οπτικά κείμενα πλούτιζαν τη ζωή μου αλλά και τις γνώσεις μου για την εποχή των πατεράδων μας. Με τα χρόνια κατάλαβα πως αυτή η φτωχή συλλογή είχε τη μοναδικότητά της και με καλούσε να εμβαθύνω στο υλικό της και να αποκαλύψω τον κόσμο της".






"Αυτή είναι μία εξαιρετικής ευαισθησίας φωτογραφία. Ο άγνωστος φωτογράφος έστησε τα δύο κορίτσια με τρόπο που να αξιοποιεί το φως, που εκείνη τη στιγμή φώτιζε το προαύλιο του Πανεπιστημίου. Δεν τον ενδιέφερε ο χώρος, αλλά οι άνθρωποι που ήταν απέναντί του. 

Τα πρόσωπα των κοριτσιών που είναι μισά φωτισμένα και μισά σκούρα, οι σκιές που πέφτουν στα ρούχα και γύρω τους, τα βλέμματά τους που τέμνουν τη νοητή γραμμή σκόπευσης του φακού, ο τρόπος που τις έχει τοποθετήσει στο κάδρο, συνθέτουν το βλέμμα του φωτογράφου που το χαρακτηρίζει τρυφερότητα και ευγένεια".

  






"Εδώ θα μπορούσε να είναι σκηνή από νεορεαλιστική ταινία του Vittorio Jessica ή του Ρομπέρτο Ροσελίνι. Στην Ελλάδα δεν αναπτύχθηκε, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, το νεορεαλιστικό κίνημα στον κινηματογράφο. Την ίδια εποχή όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του ’40 ως τις αρχές της δεκαετίας του ’50, δεκάδες φωτογράφοι γύριζαν στους κεντρικούς δρόμους και φωτογράφιζαν σκηνές από την καθημερινή ζωή. 

  Το νέο ζευγάρι της φωτογραφίας περνάει μέσα από το πλήθος στο πλάι του Πανεπιστημίου, ένα απόγευμα του 1949. Φωτογραφία: Μ. Γενοβέζος, Αιόπου 105"














φωτ. Βαρώτας Κώστας






"Γράμματα από την Αμερική"

"To 1972 κάνω την ταινία μικρού μήκους "Γράμματα από την Αμερική" που ήταν ένας σταθμός στη ζωή μου. Παίχτηκε στο Φεστιβάλ θεσσαλονίκης με μεγάλη επιτυχία, πήρε βραβεία, μου 'δωσε πολύ μεγάλη χαρά. Χαρακτηριστικό νομίζω πως είναι το φινάλε της ταινίας. Η τελευταία επιστολή στέλνεται από την Πελοπόννησο στην Αμερική. Οι γονείς από δω αλληλογραφούν με τα παιδιά τους εκεί. θυμάμαι τα τελευταία λόγια της τελευταίας επιστολής «Προχθές έγινα πρόεδρος ενος φιλοπρόοδου σωματείου». Αυτή η φράση δεν υπάρχει στην πραγματική επιστολή.

Απλώς διάβαζα τότε την "Μαντάμ Μποβαρί" του Φλομπέρ, που τελείωνε με τη φράση «τέλος επήρε και το παράσημον». Από τότε κατάλαβα πως μια ταινία, όσο και αν αναφέρεται στο παρελθόν, είναι και μια σύνθεση του παρόντος χρόνου μας, της ζωής μας, των διαβασμάτων μας".





Λίγα λόγια για τη ταινία

Ολόκληρη η ζωή ενός μετανάστη, όπως την αφηγείται ο ίδιος ο Παπαστάθης μέσα από ένα δεματάκι από 120 καρτ-ποστάλ και φωτογραφίες, μετατρέπεται σε ντοκουμέντο ενός ολόκληρου εθνικού ξεριζωμού. 

Ο Αναστάσιος ξεκινάει από το Γύθειο το 1905, φτάνει στην Πάτρα και από εκεί με το υπερωκεάνιο ταξιδεύει στην Αμερική. Ζει εκεί εργαζόμενος σε εστιατόρια. Το 1930 γυρίζει στον τόπο του για να παντρευτεί γυναίκα από την πατρίδα του. Φεύγει μαζί της στην Αμερική, δημιουργούν οικογένεια με δύο παιδιά. Μετά τον Εμφύλιο και την άνοδο στην εξουσία του στρατάρχη Παπάγου, επιστρέφουν οριστικά για να πεθάνουν στην Ελλάδα. 

Το ντοκιμαντέρ στηρίζεται εξολοκλήρου στις εικόνες από τις καρτ-ποστάλ και τις φωτογραφίες που έστελνε στο σπίτι του για πενήντα περίπου χρόνια. Πίσω από αυτές τις εικόνες, υπάρχει πάντα ένα κείμενο, το οποίο αποτέλεσε και το σπικάζ της ταινίας. 

Ο Λάκης Παπαστάθης αποκρυπτογραφεί τη ζωή ενός μετανάστη μέσα από δικά του αναμνηστικά που κάπως, κάποτε κατέληξαν σε ένα υπόγειο παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι. Μια ολόκληρη ζωή ξεχασμένη σε μια σκονισμένη στοίβα σε κάποιο παλιό ράφι. Στα χέρια του Παπαστάθη γίνεται και κάτι παραπάνω, καθώς η ταινία του μοιράζεται μοτίβα και κοινές αγωνίες για την «κακούργα ξενιτιά», για τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες πίσω από την «κατάρα της Ελλάδας». 

Τα λόγια που έγραφε δεκαετίες πριν ο Αναστάσιος τυλίγουν με ζεστασιά και ευγένεια τις εικόνες του, ζωντανά κειμήλια ενός συλλογικού εθνικού άλγους. «Πονούσε το κορμί του από τον ξεριζωμό και στρεφόταν στις ρίζες του εδώ, για να βρει τα λόγια να το εκφράσει», λέει ο Παπαστάθης, καταφέρνοντας σε ένα σπουδαίο κινηματογραφικό ντοκουμέντο να αποτυπώσει την βιωματική νοσταλγία με τρόπο πρωτοποριακό όσο και βαθιά ανθρώπινο. 

Ταυτόχρονα, δίνει τον τόνο για ένα εμβληματικό και σταθερά ανήσυχο σύνολο έργου που θα ακολουθούσε τις επόμενες δεκαετίες.









Για το "Παρασκήνιο"

Τριανταπέντε χρόνια που σκηνοθετώ εκπομπές του "Παρασκηνίου", ο φακός είναι στραμμένος στον προσκεκλημένο μας, ενώ ο σκηνοθέτης ή ο δημοσιογράφος δεν φαίνεται, είναι κρυμμένος πίσω από την κάμερα ή μάλλον είναι η ίδια η κάμερα. Το βλέμμα του άλλου στον φακό, που ήταν τα μάτια μας, έκανε την παρουσία μας εκρηκτική κι ας μη φαινόμασταν. Ήμασταν εκεί, υπαρκτοί, ο θεατής ένιωθε τον σφυγμό μας, γιατί όλη η ένταση που βλέπαμε κι ακούγαμε απευθυνόταν σε μας και κατ' επέκταση στους θεατές.

Όταν ξεκινήσαμε το 1976 είχαμε γράψει σε ένα μαυροπίνακα το τσιτάτο: "Υπάρχεις όσο λιγότερο φαίνεσαι".









Εκπομπή   "Υστερόγραφο" - "Από το ΡΕΞ στην Ομόνοια"

Η εκπομπή αναζητεί μέσα από το φωτογραφικό αρχείο του Λάκη Παπαστάθη, την καθημερινή ζωή στην οδό Πανεπιστημίου από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι την πρώτη δεκαετία μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσα σε λίγες εκατοντάδες μέτρα χιλιάδες άνθρωποι έζησαν την καθημερινότητά τους δουλεύοντας, παρακολουθώντας θέατρο και κινηματογράφο, ψωνίζοντας από περίφημα μαγαζιά του δρόμου, η βολτάροντας με αμεριμνησία στη μεγάλη Λεωφόρο.


Σενάριο, σκηνοθεσία, παρουσίαση - αφήγηση, φωτογραφικό αρχείο Λάκης Παπαστάθης



δείτε εδώ το επεισόδιο στο ERTflix







επιμέλεια J.Eco

(αποσπάσματα - αναδημοσιεύσεις)

πηγές: Φεστιβάλ Ντοκυμαντέρ Θεσσαλονίκης, Lakispapastathis.gr - AthensVoice - Popaganda - Ert - Lifo























Related Posts

{{posts[0].title}}

{{posts[0].date}} {{posts[0].commentsNum}} {{messages_comments}}

{{posts[1].title}}

{{posts[1].date}} {{posts[1].commentsNum}} {{messages_comments}}

{{posts[2].title}}

{{posts[2].date}} {{posts[2].commentsNum}} {{messages_comments}}

{{posts[3].title}}

{{posts[3].date}} {{posts[3].commentsNum}} {{messages_comments}}

About  J.Eco

Το aspromavro είναι μια αναζήτηση στην ελληνική και διεθνή ιστορία της Φωτογραφίας μέσα από άρθρα, παρουσιάσεις και αφιερώματα. 'Ενα προσωπικό σημειωματάριο για τη Φωτογραφία από το 1998.